- αποβροχάρης
- κ. αποβρεχάρης, ο [αποβρόχι]ο υγρός και ψυχρός καιρός μετά από τη βροχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποβροχάρης — ο (για καιρό ή άνεμο), ο μετά τη βροχή υγρός ή ψυχρός καιρός (ή άνεμος): Ο καιρός ήταν αποβροχάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)